- Ἁλιθέρσης
- Ἁλιθέρσηςmasc acc pl (attic epic doric)Ἁλιθέρσηςmasc nom/voc pl (doric aeolic)Ἁλιθέρσηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλιθέρσης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλιθέρσης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γέρος Ιθακήσιος, φίλος του Οδυσσέα, γνώστης της μαντικής τέχνης. Προστάτευσε τον Τηλέμαχο από τους μνηστήρες και τον Οδυσσέα, μετά τον φόνο των μνηστήρων, από τους συγγενείς των τελευταίων, που ζητούσαν εκδίκηση. 2 … Dictionary of Greek
Αλιθέρσης, Γλαύκος — (Λεμεσός 1897 – 1965).ψευδώνυμο του ποιητή Μιχάλη Χατζηδημητρίου. Σπούδασε στην Αθήνα φυσική αγωγή και εγκαταστάθηκε έπειτα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου απ’ όπου και επαναπατρίστηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Έργα του: Κρινάκια του… … Dictionary of Greek
Ἀλιθέρσην — Ἀλιθέρσης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλιθέρσου — Ἀλιθέρσης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλιθέρσην — Ἁλιθέρσης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЛИТЕРС — • Hālitherses, Άλιθερσης, сын Мастора, знаменитый предсказатель на острове Итаке, поддерживавший Телемаха против женихов. Ноm. Od. 2, 157, 253. 24, 451 … Реальный словарь классических древностей
Halitherses — HALITHERSES, æ, Gr. Ἁλιθέρσης, ου, (⇒ Tab. XI.) einer von des Ancäus Söhnen, welche er mit der Samia, des Flusses Mäanders Tochter, zeugete. Pausan. Achaic. c. 4. p. 402 … Gründliches mythologisches Lexikon
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek